- βιζαβί
- επίρρ.έναντι, απέναντι, αντίκρυ.[ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. vis- a- vis «απέναντι»].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
βιζαβί — επίρρ. (λ. γαλλ.), απέναντι, αντίκρυ: Καθίσαμε στο τραπέζι βιζαβί … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)